Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νοσοκομεῖον
νοσοκομέω
νοσοκομία
νοσοκόμος
νοσολογέω
νοσοποιέω
νοσοποιός
νόσος
νοσοτροφία
νοσοτυφέω
νόσσαξ
νοσσάς
νοστέω
νοστίζω
νόστιμος
νόστος
νόσφι
νοσφίδιος
νοσφιδόν
νοσφίζομαι
νοσφίζω
View word page
νόσσαξ
chick, cockerel
ShortDef
chick, cockerel
Debugging
Headword:
νόσσαξ
Headword (normalized):
νόσσαξ
Headword (normalized/stripped):
νοσσαξ
IDX:
59792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59793
Key:
Data
{'content': 'chick, cockerel'}