Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νοσογνωμονικός
νοσοεργός
νοσόθυμος
νοσοκομεῖον
νοσοκομέω
νοσοκομία
νοσοκόμος
νοσολογέω
νοσοποιέω
νοσοποιός
νόσος
νοσοτροφία
νοσοτυφέω
νόσσαξ
νοσσάς
νοστέω
νοστίζω
νόστιμος
νόστος
νόσφι
νοσφίδιος
View word page
νόσος
sickness, disease, malady

ShortDef

sickness, disease, malady

Debugging

Headword:
νόσος
Headword (normalized):
νόσος
Headword (normalized/stripped):
νοσος
IDX:
59789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59790
Key:

Data

{'content': 'sickness, disease, malady'}