Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Νόσιος
νοσογνωμονικός
νοσοεργός
νοσόθυμος
νοσοκομεῖον
νοσοκομέω
νοσοκομία
νοσοκόμος
νοσολογέω
νοσοποιέω
νοσοποιός
νόσος
νοσοτροφία
νοσοτυφέω
νόσσαξ
νοσσάς
νοστέω
νοστίζω
νόστιμος
νόστος
νόσφι
View word page
νοσοποιός
causing sickness

ShortDef

causing sickness

Debugging

Headword:
νοσοποιός
Headword (normalized):
νοσοποιός
Headword (normalized/stripped):
νοσοποιος
IDX:
59788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59789
Key:

Data

{'content': 'causing sickness'}