Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νοσίζω
Νόσιος
νοσογνωμονικός
νοσοεργός
νοσόθυμος
νοσοκομεῖον
νοσοκομέω
νοσοκομία
νοσοκόμος
νοσολογέω
νοσοποιέω
νοσοποιός
νόσος
νοσοτροφία
νοσοτυφέω
νόσσαξ
νοσσάς
νοστέω
νοστίζω
νόστιμος
νόστος
View word page
νοσοποιέω
cause sickness
ShortDef
cause sickness
Debugging
Headword:
νοσοποιέω
Headword (normalized):
νοσοποιέω
Headword (normalized/stripped):
νοσοποιεω
IDX:
59787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59788
Key:
Data
{'content': 'cause sickness'}