Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νοσηφόρος
νοσίζω
Νόσιος
νοσογνωμονικός
νοσοεργός
νοσόθυμος
νοσοκομεῖον
νοσοκομέω
νοσοκομία
νοσοκόμος
νοσολογέω
νοσοποιέω
νοσοποιός
νόσος
νοσοτροφία
νοσοτυφέω
νόσσαξ
νοσσάς
νοστέω
νοστίζω
νόστιμος
View word page
νοσολογέω
explain a disease

ShortDef

explain a disease

Debugging

Headword:
νοσολογέω
Headword (normalized):
νοσολογέω
Headword (normalized/stripped):
νοσολογεω
IDX:
59786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59787
Key:

Data

{'content': 'explain a disease'}