Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νοσηματώδης
νοσηρός
νοσητήριος
νοσηφόρος
νοσίζω
Νόσιος
νοσογνωμονικός
νοσοεργός
νοσόθυμος
νοσοκομεῖον
νοσοκομέω
νοσοκομία
νοσοκόμος
νοσολογέω
νοσοποιέω
νοσοποιός
νόσος
νοσοτροφία
νοσοτυφέω
νόσσαξ
νοσσάς
View word page
νοσοκομέω
tend the sick

ShortDef

tend the sick

Debugging

Headword:
νοσοκομέω
Headword (normalized):
νοσοκομέω
Headword (normalized/stripped):
νοσοκομεω
IDX:
59783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59784
Key:

Data

{'content': 'tend the sick'}