Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νοσηματικός
νοσηματώδης
νοσηρός
νοσητήριος
νοσηφόρος
νοσίζω
Νόσιος
νοσογνωμονικός
νοσοεργός
νοσόθυμος
νοσοκομεῖον
νοσοκομέω
νοσοκομία
νοσοκόμος
νοσολογέω
νοσοποιέω
νοσοποιός
νόσος
νοσοτροφία
νοσοτυφέω
νόσσαξ
View word page
νοσοκομεῖον
infirmary, hospital

ShortDef

infirmary, hospital

Debugging

Headword:
νοσοκομεῖον
Headword (normalized):
νοσοκομεῖον
Headword (normalized/stripped):
νοσοκομειον
IDX:
59782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59783
Key:

Data

{'content': 'infirmary, hospital'}