Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νοσηλός
νόσημα
νοσηματικός
νοσηματώδης
νοσηρός
νοσητήριος
νοσηφόρος
νοσίζω
Νόσιος
νοσογνωμονικός
νοσοεργός
νοσόθυμος
νοσοκομεῖον
νοσοκομέω
νοσοκομία
νοσοκόμος
νοσολογέω
νοσοποιέω
νοσοποιός
νόσος
νοσοτροφία
View word page
νοσοεργός
causing sickness

ShortDef

causing sickness

Debugging

Headword:
νοσοεργός
Headword (normalized):
νοσοεργός
Headword (normalized/stripped):
νοσοεργος
IDX:
59780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59781
Key:

Data

{'content': 'causing sickness'}