Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νοσηλεία
νοσηλεύω
νοσήλιος
νοσηλός
νόσημα
νοσηματικός
νοσηματώδης
νοσηρός
νοσητήριος
νοσηφόρος
νοσίζω
Νόσιος
νοσογνωμονικός
νοσοεργός
νοσόθυμος
νοσοκομεῖον
νοσοκομέω
νοσοκομία
νοσοκόμος
νοσολογέω
νοσοποιέω
View word page
νοσίζω
make sick

ShortDef

make sick

Debugging

Headword:
νοσίζω
Headword (normalized):
νοσίζω
Headword (normalized/stripped):
νοσιζω
IDX:
59777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59778
Key:

Data

{'content': 'make sick'}