Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νοσέω
νοσηλεία
νοσηλεύω
νοσήλιος
νοσηλός
νόσημα
νοσηματικός
νοσηματώδης
νοσηρός
νοσητήριος
νοσηφόρος
νοσίζω
Νόσιος
νοσογνωμονικός
νοσοεργός
νοσόθυμος
νοσοκομεῖον
νοσοκομέω
νοσοκομία
νοσοκόμος
νοσολογέω
View word page
νοσηφόρος
disease-bringing
ShortDef
disease-bringing
Debugging
Headword:
νοσηφόρος
Headword (normalized):
νοσηφόρος
Headword (normalized/stripped):
νοσηφορος
IDX:
59776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59777
Key:
Data
{'content': 'disease-bringing'}