Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νοσεύομαι
νοσέω
νοσηλεία
νοσηλεύω
νοσήλιος
νοσηλός
νόσημα
νοσηματικός
νοσηματώδης
νοσηρός
νοσητήριος
νοσηφόρος
νοσίζω
Νόσιος
νοσογνωμονικός
νοσοεργός
νοσόθυμος
νοσοκομεῖον
νοσοκομέω
νοσοκομία
νοσοκόμος
View word page
νοσητήριος
unhealthy
ShortDef
unhealthy
Debugging
Headword:
νοσητήριος
Headword (normalized):
νοσητήριος
Headword (normalized/stripped):
νοσητηριος
IDX:
59775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59776
Key:
Data
{'content': 'unhealthy'}