Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νοσερότης
νόσευμα
νοσεύομαι
νοσέω
νοσηλεία
νοσηλεύω
νοσήλιος
νοσηλός
νόσημα
νοσηματικός
νοσηματώδης
νοσηρός
νοσητήριος
νοσηφόρος
νοσίζω
Νόσιος
νοσογνωμονικός
νοσοεργός
νοσόθυμος
νοσοκομεῖον
νοσοκομέω
View word page
νοσηματώδης
ailing, sickly

ShortDef

ailing, sickly

Debugging

Headword:
νοσηματώδης
Headword (normalized):
νοσηματώδης
Headword (normalized/stripped):
νοσηματωδης
IDX:
59773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59774
Key:

Data

{'content': 'ailing, sickly'}