Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νοσακερός
νόσανσις
νοσερός
νοσερότης
νόσευμα
νοσεύομαι
νοσέω
νοσηλεία
νοσηλεύω
νοσήλιος
νοσηλός
νόσημα
νοσηματικός
νοσηματώδης
νοσηρός
νοσητήριος
νοσηφόρος
νοσίζω
Νόσιος
νοσογνωμονικός
νοσοεργός
View word page
νοσηλός
morbid
ShortDef
morbid
Debugging
Headword:
νοσηλός
Headword (normalized):
νοσηλός
Headword (normalized/stripped):
νοσηλος
IDX:
59770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59771
Key:
Data
{'content': 'morbid'}