Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νοσάζω
νοσακερός
νόσανσις
νοσερός
νοσερότης
νόσευμα
νοσεύομαι
νοσέω
νοσηλεία
νοσηλεύω
νοσήλιος
νοσηλός
νόσημα
νοσηματικός
νοσηματώδης
νοσηρός
νοσητήριος
νοσηφόρος
νοσίζω
Νόσιος
νοσογνωμονικός
View word page
νοσήλιος
of or for sickness

ShortDef

of or for sickness

Debugging

Headword:
νοσήλιος
Headword (normalized):
νοσήλιος
Headword (normalized/stripped):
νοσηλιος
IDX:
59769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59770
Key:

Data

{'content': 'of or for sickness'}