Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναλδής
ἀναλδήσκω
ἀναλεαίνω
ἀναλέγω
ἀναλειόω
ἀνάλειπτος
ἀναλείφω
ἀναλείχω
ἀναλειψία
ἀναλεκτέον
ἀναλέκτης
ἀνάλεκτος
ἀναλήθης
ἀνάλημμα
ἀναληπτέον
ἀναληπτήρ
ἀναληπτικός
ἀναληπτρίς
ἀνάληψις
ἀναλθής
ἀνάλθητος
View word page
ἀναλέκτης
-lecta, slave who picked up broken meats

ShortDef

-lecta, slave who picked up broken meats

Debugging

Headword:
ἀναλέκτης
Headword (normalized):
ἀναλέκτης
Headword (normalized/stripped):
αναλεκτης
IDX:
5976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5977
Key:

Data

{'content': '-lecta, slave who picked up broken meats'}