Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νοότης
νοόω
νοσάζω
νοσακερός
νόσανσις
νοσερός
νοσερότης
νόσευμα
νοσεύομαι
νοσέω
νοσηλεία
νοσηλεύω
νοσήλιος
νοσηλός
νόσημα
νοσηματικός
νοσηματώδης
νοσηρός
νοσητήριος
νοσηφόρος
νοσίζω
View word page
νοσηλεία
care of the sick, nursing
ShortDef
care of the sick, nursing
Debugging
Headword:
νοσηλεία
Headword (normalized):
νοσηλεία
Headword (normalized/stripped):
νοσηλεια
IDX:
59767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59768
Key:
Data
{'content': 'care of the sick, nursing'}