Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νόος
νοότης
νοόω
νοσάζω
νοσακερός
νόσανσις
νοσερός
νοσερότης
νόσευμα
νοσεύομαι
νοσέω
νοσηλεία
νοσηλεύω
νοσήλιος
νοσηλός
νόσημα
νοσηματικός
νοσηματώδης
νοσηρός
νοσητήριος
νοσηφόρος
View word page
νοσέω
to be sick, ill, to ail

ShortDef

to be sick, ill, to ail

Debugging

Headword:
νοσέω
Headword (normalized):
νοσέω
Headword (normalized/stripped):
νοσεω
IDX:
59766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59767
Key:

Data

{'content': 'to be sick, ill, to ail'}