Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νοόπληκτος
νοοποιός
νόος
νοότης
νοόω
νοσάζω
νοσακερός
νόσανσις
νοσερός
νοσερότης
νόσευμα
νοσεύομαι
νοσέω
νοσηλεία
νοσηλεύω
νοσήλιος
νοσηλός
νόσημα
νοσηματικός
νοσηματώδης
νοσηρός
View word page
νόσευμα
sickness

ShortDef

sickness

Debugging

Headword:
νόσευμα
Headword (normalized):
νόσευμα
Headword (normalized/stripped):
νοσευμα
IDX:
59764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59765
Key:

Data

{'content': 'sickness'}