Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νοοπλανής
νοόπληκτος
νοοποιός
νόος
νοότης
νοόω
νοσάζω
νοσακερός
νόσανσις
νοσερός
νοσερότης
νόσευμα
νοσεύομαι
νοσέω
νοσηλεία
νοσηλεύω
νοσήλιος
νοσηλός
νόσημα
νοσηματικός
νοσηματώδης
View word page
νοσερότης
infirmitas

ShortDef

infirmitas

Debugging

Headword:
νοσερότης
Headword (normalized):
νοσερότης
Headword (normalized/stripped):
νοσεροτης
IDX:
59763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59764
Key:

Data

{'content': 'infirmitas'}