Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νοοειδής
νοοπλανής
νοόπληκτος
νοοποιός
νόος
νοότης
νοόω
νοσάζω
νοσακερός
νόσανσις
νοσερός
νοσερότης
νόσευμα
νοσεύομαι
νοσέω
νοσηλεία
νοσηλεύω
νοσήλιος
νοσηλός
νόσημα
νοσηματικός
View word page
νοσερός
of sickness
ShortDef
of sickness
Debugging
Headword:
νοσερός
Headword (normalized):
νοσερός
Headword (normalized/stripped):
νοσερος
IDX:
59762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59763
Key:
Data
{'content': 'of sickness'}