Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νοογάστωρ
νοοειδής
νοοπλανής
νοόπληκτος
νοοποιός
νόος
νοότης
νοόω
νοσάζω
νοσακερός
νόσανσις
νοσερός
νοσερότης
νόσευμα
νοσεύομαι
νοσέω
νοσηλεία
νοσηλεύω
νοσήλιος
νοσηλός
νόσημα
View word page
νόσανσις
falling sick
ShortDef
falling sick
Debugging
Headword:
νόσανσις
Headword (normalized):
νόσανσις
Headword (normalized/stripped):
νοσανσις
IDX:
59761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59762
Key:
Data
{'content': 'falling sick'}