Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νομῳδός
νομώνης
νοογάστωρ
νοοειδής
νοοπλανής
νοόπληκτος
νοοποιός
νόος
νοότης
νοόω
νοσάζω
νοσακερός
νόσανσις
νοσερός
νοσερότης
νόσευμα
νοσεύομαι
νοσέω
νοσηλεία
νοσηλεύω
νοσήλιος
View word page
νοσάζω
to be ill
ShortDef
to be ill
Debugging
Headword:
νοσάζω
Headword (normalized):
νοσάζω
Headword (normalized/stripped):
νοσαζω
IDX:
59759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59760
Key:
Data
{'content': 'to be ill'}