Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνάλγητος
ἀναλδής
ἀναλδήσκω
ἀναλεαίνω
ἀναλέγω
ἀναλειόω
ἀνάλειπτος
ἀναλείφω
ἀναλείχω
ἀναλειψία
ἀναλεκτέον
ἀναλέκτης
ἀνάλεκτος
ἀναλήθης
ἀνάλημμα
ἀναληπτέον
ἀναληπτήρ
ἀναληπτικός
ἀναληπτρίς
ἀνάληψις
ἀναλθής
View word page
ἀναλεκτέον
one must collect
ShortDef
one must collect
Debugging
Headword:
ἀναλεκτέον
Headword (normalized):
ἀναλεκτέον
Headword (normalized/stripped):
αναλεκτεον
IDX:
5975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5976
Key:
Data
{'content': 'one must collect'}