Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νομοφυλακία
νομοφυλακικός
νομοφυλάκιον
νομοφυλακίς
νομοφύλαξ
νομώδης
νομῳδός
νομώνης
νοογάστωρ
νοοειδής
νοοπλανής
νοόπληκτος
νοοποιός
νόος
νοότης
νοόω
νοσάζω
νοσακερός
νόσανσις
νοσερός
νοσερότης
View word page
νοοπλανής
wandering in mind, deranged
ShortDef
wandering in mind, deranged
Debugging
Headword:
νοοπλανής
Headword (normalized):
νοοπλανής
Headword (normalized/stripped):
νοοπλανης
IDX:
59753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59754
Key:
Data
{'content': 'wandering in mind, deranged'}