Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νόμος
νομοφυλακέω
νομοφυλακία
νομοφυλακικός
νομοφυλάκιον
νομοφυλακίς
νομοφύλαξ
νομώδης
νομῳδός
νομώνης
νοογάστωρ
νοοειδής
νοοπλανής
νοόπληκτος
νοοποιός
νόος
νοότης
νοόω
νοσάζω
νοσακερός
νόσανσις
View word page
νοογάστωρ
living by one's wits

ShortDef

living by one's wits

Debugging

Headword:
νοογάστωρ
Headword (normalized):
νοογάστωρ
Headword (normalized/stripped):
νοογαστωρ
IDX:
59751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59752
Key:

Data

{'content': "living by one's wits"}