Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νομόνδε
νομοποιέω
νομοποιός
νομός
νόμος
νομοφυλακέω
νομοφυλακία
νομοφυλακικός
νομοφυλάκιον
νομοφυλακίς
νομοφύλαξ
νομώδης
νομῳδός
νομώνης
νοογάστωρ
νοοειδής
νοοπλανής
νοόπληκτος
νοοποιός
νόος
νοότης
View word page
νομοφύλαξ
a guardian of the laws

ShortDef

a guardian of the laws

Debugging

Headword:
νομοφύλαξ
Headword (normalized):
νομοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
νομοφυλαξ
IDX:
59747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59748
Key:

Data

{'content': 'a guardian of the laws'}