Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νομοΐστωρ
νομομαχέω
νομόνδε
νομοποιέω
νομοποιός
νομός
νόμος
νομοφυλακέω
νομοφυλακία
νομοφυλακικός
νομοφυλάκιον
νομοφυλακίς
νομοφύλαξ
νομώδης
νομῳδός
νομώνης
νοογάστωρ
νοοειδής
νοοπλανής
νοόπληκτος
νοοποιός
View word page
νομοφυλάκιον
office of the νομοφύλακες

ShortDef

office of the νομοφύλακες

Debugging

Headword:
νομοφυλάκιον
Headword (normalized):
νομοφυλάκιον
Headword (normalized/stripped):
νομοφυλακιον
IDX:
59745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59746
Key:

Data

{'content': 'office of the νομοφύλακες'}