Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νομοθέτημα
νομοθέτης
νομοθετητέος
νομοθετικός
νομοΐστωρ
νομομαχέω
νομόνδε
νομοποιέω
νομοποιός
νομός
νόμος
νομοφυλακέω
νομοφυλακία
νομοφυλακικός
νομοφυλάκιον
νομοφυλακίς
νομοφύλαξ
νομώδης
νομῳδός
νομώνης
νοογάστωρ
View word page
νόμος
usage, custom, law, ordinance
ShortDef
usage, custom, law, ordinance
Debugging
Headword:
νόμος
Headword (normalized):
νόμος
Headword (normalized/stripped):
νομος
IDX:
59741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59742
Key:
Data
{'content': 'usage, custom, law, ordinance'}