Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νομοθετέω
νομοθέτημα
νομοθέτης
νομοθετητέος
νομοθετικός
νομοΐστωρ
νομομαχέω
νομόνδε
νομοποιέω
νομοποιός
νομός
νόμος
νομοφυλακέω
νομοφυλακία
νομοφυλακικός
νομοφυλάκιον
νομοφυλακίς
νομοφύλαξ
νομώδης
νομῳδός
νομώνης
View word page
νομός
place of pasture; district (nome), esp. in Egypt
ShortDef
place of pasture; district (nome), esp. in Egypt
Debugging
Headword:
νομός
Headword (normalized):
νομός
Headword (normalized/stripped):
νομος
IDX:
59740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59741
Key:
Data
{'content': 'place of pasture; district (nome), esp. in Egypt'}