Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναλγής
ἀναλγησία
ἀνάλγητος
ἀναλδής
ἀναλδήσκω
ἀναλεαίνω
ἀναλέγω
ἀναλειόω
ἀνάλειπτος
ἀναλείφω
ἀναλείχω
ἀναλειψία
ἀναλεκτέον
ἀναλέκτης
ἀνάλεκτος
ἀναλήθης
ἀνάλημμα
ἀναληπτέον
ἀναληπτήρ
ἀναληπτικός
ἀναληπτρίς
View word page
ἀναλείχω
to lick up
ShortDef
to lick up
Debugging
Headword:
ἀναλείχω
Headword (normalized):
ἀναλείχω
Headword (normalized/stripped):
αναλειχω
IDX:
5973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5974
Key:
Data
{'content': 'to lick up'}