Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νομοθεσία
νομοθέσμως
νομοθετέω
νομοθέτημα
νομοθέτης
νομοθετητέος
νομοθετικός
νομοΐστωρ
νομομαχέω
νομόνδε
νομοποιέω
νομοποιός
νομός
νόμος
νομοφυλακέω
νομοφυλακία
νομοφυλακικός
νομοφυλάκιον
νομοφυλακίς
νομοφύλαξ
νομώδης
View word page
νομοποιέω
make laws
ShortDef
make laws
Debugging
Headword:
νομοποιέω
Headword (normalized):
νομοποιέω
Headword (normalized/stripped):
νομοποιεω
IDX:
59738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59739
Key:
Data
{'content': 'make laws'}