Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νομοδότης
νομοθεσία
νομοθέσμως
νομοθετέω
νομοθέτημα
νομοθέτης
νομοθετητέος
νομοθετικός
νομοΐστωρ
νομομαχέω
νομόνδε
νομοποιέω
νομοποιός
νομός
νόμος
νομοφυλακέω
νομοφυλακία
νομοφυλακικός
νομοφυλάκιον
νομοφυλακίς
νομοφύλαξ
View word page
νομόνδε
to pasture

ShortDef

to pasture

Debugging

Headword:
νομόνδε
Headword (normalized):
νομόνδε
Headword (normalized/stripped):
νομονδε
IDX:
59737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59738
Key:

Data

{'content': 'to pasture'}