Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νομοδίφας
νομοδότης
νομοθεσία
νομοθέσμως
νομοθετέω
νομοθέτημα
νομοθέτης
νομοθετητέος
νομοθετικός
νομοΐστωρ
νομομαχέω
νομόνδε
νομοποιέω
νομοποιός
νομός
νόμος
νομοφυλακέω
νομοφυλακία
νομοφυλακικός
νομοφυλάκιον
νομοφυλακίς
View word page
νομομαχέω
fight with laws
ShortDef
fight with laws
Debugging
Headword:
νομομαχέω
Headword (normalized):
νομομαχέω
Headword (normalized/stripped):
νομομαχεω
IDX:
59736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59737
Key:
Data
{'content': 'fight with laws'}