Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νομοδείκτης
νομοδιδάσκαλος
νομοδίφας
νομοδότης
νομοθεσία
νομοθέσμως
νομοθετέω
νομοθέτημα
νομοθέτης
νομοθετητέος
νομοθετικός
νομοΐστωρ
νομομαχέω
νομόνδε
νομοποιέω
νομοποιός
νομός
νόμος
νομοφυλακέω
νομοφυλακία
νομοφυλακικός
View word page
νομοθετικός
relating to legislation, legislative

ShortDef

relating to legislation, legislative

Debugging

Headword:
νομοθετικός
Headword (normalized):
νομοθετικός
Headword (normalized/stripped):
νομοθετικος
IDX:
59734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59735
Key:

Data

{'content': 'relating to legislation, legislative'}