Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νομογραφικός
νομογράφος
νομοδείκτης
νομοδιδάσκαλος
νομοδίφας
νομοδότης
νομοθεσία
νομοθέσμως
νομοθετέω
νομοθέτημα
νομοθέτης
νομοθετητέος
νομοθετικός
νομοΐστωρ
νομομαχέω
νομόνδε
νομοποιέω
νομοποιός
νομός
νόμος
νομοφυλακέω
View word page
νομοθέτης
a lawgiver
ShortDef
a lawgiver
Debugging
Headword:
νομοθέτης
Headword (normalized):
νομοθέτης
Headword (normalized/stripped):
νομοθετης
IDX:
59732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59733
Key:
Data
{'content': 'a lawgiver'}