Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νομογραφία
νομογραφικός
νομογράφος
νομοδείκτης
νομοδιδάσκαλος
νομοδίφας
νομοδότης
νομοθεσία
νομοθέσμως
νομοθετέω
νομοθέτημα
νομοθέτης
νομοθετητέος
νομοθετικός
νομοΐστωρ
νομομαχέω
νομόνδε
νομοποιέω
νομοποιός
νομός
νόμος
View word page
νομοθέτημα
a law, ordinance

ShortDef

a law, ordinance

Debugging

Headword:
νομοθέτημα
Headword (normalized):
νομοθέτημα
Headword (normalized/stripped):
νομοθετημα
IDX:
59731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59732
Key:

Data

{'content': 'a law, ordinance'}