Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νομογραφέω
νομογραφία
νομογραφικός
νομογράφος
νομοδείκτης
νομοδιδάσκαλος
νομοδίφας
νομοδότης
νομοθεσία
νομοθέσμως
νομοθετέω
νομοθέτημα
νομοθέτης
νομοθετητέος
νομοθετικός
νομοΐστωρ
νομομαχέω
νομόνδε
νομοποιέω
νομοποιός
νομός
View word page
νομοθετέω
to make law
ShortDef
to make law
Debugging
Headword:
νομοθετέω
Headword (normalized):
νομοθετέω
Headword (normalized/stripped):
νομοθετεω
IDX:
59730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59731
Key:
Data
{'content': 'to make law'}