Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νομοαίολος
νομογραφέω
νομογραφία
νομογραφικός
νομογράφος
νομοδείκτης
νομοδιδάσκαλος
νομοδίφας
νομοδότης
νομοθεσία
νομοθέσμως
νομοθετέω
νομοθέτημα
νομοθέτης
νομοθετητέος
νομοθετικός
νομοΐστωρ
νομομαχέω
νομόνδε
νομοποιέω
νομοποιός
View word page
νομοθέσμως
lawfully

ShortDef

lawfully

Debugging

Headword:
νομοθέσμως
Headword (normalized):
νομοθέσμως
Headword (normalized/stripped):
νομοθεσμως
IDX:
59729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59730
Key:

Data

{'content': 'lawfully'}