Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάλαμψις
ἀναλγής
ἀναλγησία
ἀνάλγητος
ἀναλδής
ἀναλδήσκω
ἀναλεαίνω
ἀναλέγω
ἀναλειόω
ἀνάλειπτος
ἀναλείφω
ἀναλείχω
ἀναλειψία
ἀναλεκτέον
ἀναλέκτης
ἀνάλεκτος
ἀναλήθης
ἀνάλημμα
ἀναληπτέον
ἀναληπτήρ
ἀναληπτικός
View word page
ἀναλείφω
smear on, apply

ShortDef

smear on, apply

Debugging

Headword:
ἀναλείφω
Headword (normalized):
ἀναλείφω
Headword (normalized/stripped):
αναλειφω
IDX:
5972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5973
Key:

Data

{'content': 'smear on, apply'}