Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νομιστός
νομοαίολος
νομογραφέω
νομογραφία
νομογραφικός
νομογράφος
νομοδείκτης
νομοδιδάσκαλος
νομοδίφας
νομοδότης
νομοθεσία
νομοθέσμως
νομοθετέω
νομοθέτημα
νομοθέτης
νομοθετητέος
νομοθετικός
νομοΐστωρ
νομομαχέω
νομόνδε
νομοποιέω
View word page
νομοθεσία
lawgiving, legislation

ShortDef

lawgiving, legislation

Debugging

Headword:
νομοθεσία
Headword (normalized):
νομοθεσία
Headword (normalized/stripped):
νομοθεσια
IDX:
59728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59729
Key:

Data

{'content': 'lawgiving, legislation'}