Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νομιστί
νομιστός
νομοαίολος
νομογραφέω
νομογραφία
νομογραφικός
νομογράφος
νομοδείκτης
νομοδιδάσκαλος
νομοδίφας
νομοδότης
νομοθεσία
νομοθέσμως
νομοθετέω
νομοθέτημα
νομοθέτης
νομοθετητέος
νομοθετικός
νομοΐστωρ
νομομαχέω
νομόνδε
View word page
νομοδότης
lawgiver

ShortDef

lawgiver

Debugging

Headword:
νομοδότης
Headword (normalized):
νομοδότης
Headword (normalized/stripped):
νομοδοτης
IDX:
59727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59728
Key:

Data

{'content': 'lawgiver'}