Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νομισματοπωλικός
νομιστέος
νομιστεύομαι
νομιστί
νομιστός
νομοαίολος
νομογραφέω
νομογραφία
νομογραφικός
νομογράφος
νομοδείκτης
νομοδιδάσκαλος
νομοδίφας
νομοδότης
νομοθεσία
νομοθέσμως
νομοθετέω
νομοθέτημα
νομοθέτης
νομοθετητέος
νομοθετικός
View word page
νομοδείκτης
one who explains laws

ShortDef

one who explains laws

Debugging

Headword:
νομοδείκτης
Headword (normalized):
νομοδείκτης
Headword (normalized/stripped):
νομοδεικτης
IDX:
59724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59725
Key:

Data

{'content': 'one who explains laws'}