Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νομισματοπώλης
νομισματοπωλικός
νομιστέος
νομιστεύομαι
νομιστί
νομιστός
νομοαίολος
νομογραφέω
νομογραφία
νομογραφικός
νομογράφος
νομοδείκτης
νομοδιδάσκαλος
νομοδίφας
νομοδότης
νομοθεσία
νομοθέσμως
νομοθετέω
νομοθέτημα
νομοθέτης
νομοθετητέος
View word page
νομογράφος
one who draws up laws

ShortDef

one who draws up laws

Debugging

Headword:
νομογράφος
Headword (normalized):
νομογράφος
Headword (normalized/stripped):
νομογραφος
IDX:
59723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59724
Key:

Data

{'content': 'one who draws up laws'}