Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νόμισμα
νομισματοπώλης
νομισματοπωλικός
νομιστέος
νομιστεύομαι
νομιστί
νομιστός
νομοαίολος
νομογραφέω
νομογραφία
νομογραφικός
νομογράφος
νομοδείκτης
νομοδιδάσκαλος
νομοδίφας
νομοδότης
νομοθεσία
νομοθέσμως
νομοθετέω
νομοθέτημα
νομοθέτης
View word page
νομογραφικός
drawn up by a νομογράφος II
ShortDef
drawn up by a νομογράφος II
Debugging
Headword:
νομογραφικός
Headword (normalized):
νομογραφικός
Headword (normalized/stripped):
νομογραφικος
IDX:
59722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59723
Key:
Data
{'content': 'drawn up by a νομογράφος II'}