Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναλάμπω
ἀνάλαμψις
ἀναλγής
ἀναλγησία
ἀνάλγητος
ἀναλδής
ἀναλδήσκω
ἀναλεαίνω
ἀναλέγω
ἀναλειόω
ἀνάλειπτος
ἀναλείφω
ἀναλείχω
ἀναλειψία
ἀναλεκτέον
ἀναλέκτης
ἀνάλεκτος
ἀναλήθης
ἀνάλημμα
ἀναληπτέον
ἀναληπτήρ
View word page
ἀνάλειπτος
unanointed
ShortDef
unanointed
Debugging
Headword:
ἀνάλειπτος
Headword (normalized):
ἀνάλειπτος
Headword (normalized/stripped):
αναλειπτος
IDX:
5971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5972
Key:
Data
{'content': 'unanointed'}