Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Νόμιος
νόμιος2
νομίουρος
νόμισις
νόμισμα
νομισματοπώλης
νομισματοπωλικός
νομιστέος
νομιστεύομαι
νομιστί
νομιστός
νομοαίολος
νομογραφέω
νομογραφία
νομογραφικός
νομογράφος
νομοδείκτης
νομοδιδάσκαλος
νομοδίφας
νομοδότης
νομοθεσία
View word page
νομιστός
customary

ShortDef

customary

Debugging

Headword:
νομιστός
Headword (normalized):
νομιστός
Headword (normalized/stripped):
νομιστος
IDX:
59718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59719
Key:

Data

{'content': 'customary'}