Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νόμιος
Νόμιος
νόμιος2
νομίουρος
νόμισις
νόμισμα
νομισματοπώλης
νομισματοπωλικός
νομιστέος
νομιστεύομαι
νομιστί
νομιστός
νομοαίολος
νομογραφέω
νομογραφία
νομογραφικός
νομογράφος
νομοδείκτης
νομοδιδάσκαλος
νομοδίφας
νομοδότης
View word page
νομιστί
conventionally
ShortDef
conventionally
Debugging
Headword:
νομιστί
Headword (normalized):
νομιστί
Headword (normalized/stripped):
νομιστι
IDX:
59717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59718
Key:
Data
{'content': 'conventionally'}