Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νομιμότης
νόμιος
Νόμιος
νόμιος2
νομίουρος
νόμισις
νόμισμα
νομισματοπώλης
νομισματοπωλικός
νομιστέος
νομιστεύομαι
νομιστί
νομιστός
νομοαίολος
νομογραφέω
νομογραφία
νομογραφικός
νομογράφος
νομοδείκτης
νομοδιδάσκαλος
νομοδίφας
View word page
νομιστεύομαι
to be current

ShortDef

to be current

Debugging

Headword:
νομιστεύομαι
Headword (normalized):
νομιστεύομαι
Headword (normalized/stripped):
νομιστευομαι
IDX:
59716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59717
Key:

Data

{'content': 'to be current'}