Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νόμιμος
νομιμότης
νόμιος
Νόμιος
νόμιος2
νομίουρος
νόμισις
νόμισμα
νομισματοπώλης
νομισματοπωλικός
νομιστέος
νομιστεύομαι
νομιστί
νομιστός
νομοαίολος
νομογραφέω
νομογραφία
νομογραφικός
νομογράφος
νομοδείκτης
νομοδιδάσκαλος
View word page
νομιστέος
to be accounted

ShortDef

to be accounted

Debugging

Headword:
νομιστέος
Headword (normalized):
νομιστέος
Headword (normalized/stripped):
νομιστεος
IDX:
59715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59716
Key:

Data

{'content': 'to be accounted'}