Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νομία
νομίζω
νομικός
νόμιμος
νομιμότης
νόμιος
Νόμιος
νόμιος2
νομίουρος
νόμισις
νόμισμα
νομισματοπώλης
νομισματοπωλικός
νομιστέος
νομιστεύομαι
νομιστί
νομιστός
νομοαίολος
νομογραφέω
νομογραφία
νομογραφικός
View word page
νόμισμα
anything sanctioned by usage, a custom, institution

ShortDef

anything sanctioned by usage, a custom, institution

Debugging

Headword:
νόμισμα
Headword (normalized):
νόμισμα
Headword (normalized/stripped):
νομισμα
IDX:
59712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59713
Key:

Data

{'content': 'anything sanctioned by usage, a custom, institution'}